- γλυφός
- -ή, -όαυτός που έχει υφάλμυρη γεύση.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *βλυχός, με τροπή τού β- σε γ- και ανομοιωτική τροπή του -χ- σε -φ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυφός — ή, ό αυτός που έχει υφάλμυρη γεύση: Διψάσαμε το μεσημέρι, μα το νερό γλυφό (Σεφέρης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυφαίνω — [γλυφός] 1. κάνω κάτι γλυφό 2. είμαι ή γίνομαι γλυφός, υφάλμυρος … Dictionary of Greek
γλυφίζω — [γλυφός] (για νερό) έχω ελαφρώς υφάλμυρη γεύση … Dictionary of Greek
ερμογλύφος — ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς) γλύπτης, αγαλματοποιός αρχ. γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων τού θεού Ερμή). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω) πρβλ. λιθο γλύφος, ξυλο γλύφος] … Dictionary of Greek
ζωδιογλύφος — ζῳδιογλύφος, ον (Α) ζωογλύφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
ζωογλύφος — ο (Α ζωογλύφος) γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
ιερογλύφος — ο (Α ἱερογλύφος) αυτός που χαράζει ιερογλυφικά γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλο γλύφος, σμιλι γλύφος] … Dictionary of Greek
καλαμογλύφος — καλαμογλύφος, ον (Α) αυτός που γλύφει, δηλ. σκαλίζει το καλάμι και κατασκευάζει γραφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
καρδαμογλύφος — καρδαμογλύφος, ὁ (Α) αυτός που σχίζει, που χωρίζει στη μέση το κάρδαμο, φιλάργυρος, τσιγκούνης, ξηνταβελόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδαμον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ, αγαλματο γλύφος, λιθο γλύφος] … Dictionary of Greek
καρδοπογλύφος — ο (Α) αυτός που κατασκευάζει καρδόπους, σκάφες για ζύμωμα ή άλλα σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδοπος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek